- ευπίων
- εὐπίων, ὁ, ἡ (Α)1. πολύ παχύς2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» — με πλούσιο ή βαρύ φορτίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπίονι — εὐπί̱ονι , εὐπίων very fat dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)